ξεβλασταρώνω

ξεβλασταρώνω
(για φυτά) βγάζω βλαστάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + βλασταρώνω «βγάζω βλαστάρια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεβλασταρώνω — ξεβλαστάρωσα, ξεβλασταρωμένος, βγάζω, δίνω βλαστάρια: Το κλήμα ξεβλαστάρωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεβλαστάρωμα — το [ξεβλασταρώνω] (για φυτό) το αποτέλεσμα τού ξεβλασταρώνω, ξεπέταγμα βλασταριών, εκβλάστηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”